επεισόδιο
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Greek Monolingual
το (Α ἐπεισόδιον)
1. το διαλογικό μέρος του αρχαίου δράματος μεταξύ δύο χορικών ασμάτων
2. γεγονός που παρεμβάλλεται στη συνέχεια, (η συνοχή ή την τάξη ενός συνόλου «ζωηρά επεισόδια στη διάρκεια της τελετής»
«ἐπεισόδια... οἷον νεῶν κατάλογος», επεισόδια όπως π.χ. ο κατάλογος τών πλοίων στην Ιλιάδα, Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. κάτι που συμβαίνει ξαφνικά, απροσδόκητα
2. λογομαχία, καβγάς
3. σκηνή ή τμήμα λογοτεχνικού έργου με αυτοτέλεια, το οποίο εντάσσεται μέσα σε ευρύτερη ενότητα («τηλεοπτική σειρά με δέκα επεισόδια»)
4. αιφνιδιαστική δυσλειτουργία του οργανισμού, κυρίως αρτηριακή («εγκεφαλικό επεισόδιο»)
5. πληθ. επεισόδια
έκτακτα περιστατικά σε νοσοκομείο
αρχ.
1. ό,τι γίνεται για ευχαρίστηση
2. επιδόρπιο («γαστρὸς ἐπεισόδια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθ. επεισόδιος. Η λ. επεισόδιο προσέλαβε τη σημασία που έχει σήμερα από εκείνη της αρχ. τραγωδίας. Ξεκινώντας δηλ. από τη σημασία «μέρος που διακόπτει τα χορικά» και γενικότερα κάθε τι που παρεμβάλλεται —συνεπώς διαταράσσει κάτι— κατέληξε στη σημερινή σημασία «λογομαχία, καβγάς»].