ἐπιβύω

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβύω Medium diacritics: ἐπιβύω Low diacritics: επιβύω Capitals: ΕΠΙΒΥΩ
Transliteration A: epibýō Transliteration B: epibyō Transliteration C: epivyo Beta Code: e)pibu/w

English (LSJ)

fut. -ύσω [ῡ],

   A stop up, εἰ μὴ . . ἐπιβύσει τις αὐτοῦ τὸ στόμα Cratin.186; τὸ στόμ' ἐπιβύσας κέρμασιν τῶν ῥητόρων Ar.Pl.379:— Med., ἐπιβύσασθαι τὰ ὦτα Luc.Tim.9, Pr.Im.29.

German (Pape)

[Seite 931] (s. βύω), zustopfen; στόμα κέρμασιν Ar. Plut. 379; εἰ μὴ ἐπιβύσει τις αὐτοῦ τὸ στόμα Cratin. Schol. Ar. Equ. 523. – Med. sich verstopfen, τὰ ὦτα Luc. Tim. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβύω: μέλλ. -ύσω ῠ, ἀποφράττω, εἰ μὴ ἐπιβύσει τις αὐτοῦ τὸ στόμα Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7· τὸ στόμ’ ἐπιβύσας… τῶν ῥητόρων Ἀριστοφ. Πλ. 379.- Μέσ., ἐπιβύσασθαι τὰ ὦτα Λουκ. Τίμ. 9, Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 29.

French (Bailly abrégé)

boucher;
Moy. ἐπιβύομαι se boucher : τὰ ὦτα les oreilles.
Étymologie: ἐπί, βύω.

Greek Monolingual

ἐπιβύω (AM)
βουλλώνω, στουπώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βύω «παραγεμίζω»].