επιδρώ

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131

Greek Monolingual

ἐπιδρῶ, -άω δρω
νεοελλ.
ασκώ επίδραση, επιρροή πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, επηρεάζω (α. «το οικογενειακό περιβάλλον επιδρά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα» β. «ὁ δυνάμενος ἐπιδρᾶσαι πρὸς τὸ ἀγαθόν»)
αρχ.
κάνω ἐξαγνιστική ἱεροτελεστία.