επιδρώ
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
Greek Monolingual
ἐπιδρῶ, -άω δρω
νεοελλ.
ασκώ επίδραση, επιρροή πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, επηρεάζω (α. «το οικογενειακό περιβάλλον επιδρά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα» β. «ὁ δυνάμενος ἐπιδρᾶσαι πρὸς τὸ ἀγαθόν»)
αρχ.
κάνω ἐξαγνιστική ἱεροτελεστία.