επικλώ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
Greek Monolingual
ἐπικλῶ, -άω (AM)
παθ. ἐπικλῶμαι, -άομαι
συγκινούμαι, κάμπτομαι, λυγίζω («καὶ μὴ παλαιὰς ἀρετάς... ἀκούοντες ἐπικλασθῆτε», Θουκ.)
μσν.
παθ. μοιράζομαι, μερίζομαι
αρχ.
1. λυγίζω, κάμπτω, στρέφω
2. (για πρόσ.) φρ. «ἐπικλῶμαί τι» — έχω κάτι λυγισμένο («ἄνδρα, διασεσαλευμένον τὸ βάδισμα, ἐπικεκλασμένον τὸν αὐχένα», Λουκιαν.)
3. μτφ. ταράζω, φοβίζω, κλονίζω («τούτων οὐδὲν ἐπέκλασε τὸν Ὄθωνα», Πλούτ.)
4. συγκινώ, προκαλώ τον οίκτο
5. μέσ. σπάζω, συντρίβομαι («τὸν ἦχον τοῡ ὕδατος ἐπικλωμένου», Λουκιαν.)
6. φρ. «ἐπικλῶμαι τῇ γνώμῃ»
α) χάνω το θάρρος μου
β) αποβάλλω την αυστηρότητα, μαλακώνω, κάμπτομαι
7. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπικλασθῆναι
συμπαθῆσαι, ἐλεῆσαι»
8. φρ. «τὸ ἐπικεκλασμένον τῶν μελῶν» — η εκθηλυμένη μουσική (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλω «κλαίω»].