ἐπικορύσσομαι
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
A arm oneself against, τινί Luc.Alex.57.
German (Pape)
[Seite 952] sich wogegen rüsten, τινί, Luc. Alex. 57.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικορύσσομαι: Μέσ., ὁπλίζομαι ἐναντίον τινός, καὶ αὐτὸς ἐπεκορυσσόμην αὐτῷ Λουκ. Ἀλέξ. 57.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
s’armer (litt. d’un casque) contre, τινι.
Étymologie: ἐπί, κορύσσομαι.
Greek Monolingual
ἐπικορύσσομαι (Α)
οπλίζομαι εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κορύσσομαι «οπλίζομαι»].