ἐπίλειψις
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
English (LSJ)
εως, ἡ,
A deficiency, lack, ὀρνίθων Th.2.50; τῆς δυνάμεως Plu.2.695d; τελῶν CIG2695b (Mylasa).
German (Pape)
[Seite 957] ἡ, Mangel, Ausbleiben, ὀρνίθων Thuc. 2, 50; τῆς δυνάμεως Plut. Symp. 6, 8, 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
manque, défaut de.
Étymologie: ἐπιλείπω.
Greek Monolingual
ἐπίλειψις, ἡ (Α) επιλείπω
έλλειψη, εξαφάνιση («ὀρνίθων ἐπίλειψις ἐγένετο» — χάθηκαν τα πουλιά που τρώγουν πτώματα, Θουκ.).