κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
ἐπιθάπτω (Α)
1. ξαναθάβω, θάβω δεύτερη φορά
2. τοποθετώ νεκρό σε τάφο όπου υπάρχει κι άλλος θαμμένος.