ἐπίνοσος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A subject to sickness, unhealthy, σῶμα Arist.EN1113a28, cf. Thphr.Fr.20.48 Schneider, D.S.2.48; γενεά Ph.1.516. Adv. -σως like one who is sick, διάγειν Hp.Epid.1.5, Crates Ep.20; ἐ. διακειμένου τοῦ σώματος Sor.1.117, cf. POxy.939.21 (iv A.D.). II. unwholesome, χωρίον Porph.Abst.1.36; θέρος Gp.1.12.34; τόπος Hierocl. Facet.73; κατομβρία Lyd. Ost.37.
German (Pape)
[Seite 966] kränklich, σῶμα Arist. Eth. 3, 6 u. Sp.; χωρίον, ein Krankheiten ausgesetzter Ort. – Adv., Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίνοσος: -ον, ὑποκείμενος εἰς νόσον, οὐχὶ ὑγιής, φιλάσθενος, σῶμα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 4, 4, Θεόφρ. π. Χρωμ. 48, Διόδ. 2. 48. - Ἐπίρρ. -ως, ὡς ἀσθενής, διάγειν ἐπ. Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 942.
Greek Monolingual
ἐπίνοσος, -ον (AM) νόσος
νοσηρός
αρχ.
φιλάσθενος («καὶ ἐπὶ τῶν σωμάτων τοῑς μὲν εὖ διακειμένοις ὑγιεινὰ ἐστὶ τοῑς δ’ ἐπινόσοις ἕτερα», Αριστοτ.).
επίρρ...
ἐπινόσως
ως άρρωστος («ἐπινόσως διάγειν», Ιπποκρ.).