ἐπισίζω
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
A hound on, set on, as a dog, Ar.V.704, cf. Hsch.s.v. ἐπιρροίζειν.
German (Pape)
[Seite 977] (σίζω), den Hund anhetzen, Ar. Vesp. 704; ἐπίσιστος, angehetzt, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισίζω: κάμνω κύνα νὰ ὁρμήσῃ, Ἀριστοφ. Σφ. 704· πρβλ. ἐπίσιστον.
French (Bailly abrégé)
exciter ou appeler en sifflant.
Étymologie: ἐπί, σίζω.
Greek Monolingual
ἐπισίζω και ἐπισίττω (Α)
προτρέπω σκυλί να ορμήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σίζω «συρίζω»].