επισκοπή
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Greek Monolingual
η (AM ἐπισκοπή)
περιφέρεια που υπάγεται στον επίσκοπο
μσν.- νεοελλ.
κατοικία επισκόπου
αρχ.-μσν.
1. (για τον θεό) επίσκεψη, πρόνοια («ἐν τῇ ἐπισκοπῇ ᾗ ἐπισκέψηται ὁ Θεὸς ὑμᾱς», ΠΔ)
2. το σύνολο τών επισκόπων
μσν.
το αξίωμα του επισκόπου
αρχ.
1. εκδίκηση, τιμωρία
2. απογραφή του πληθυσμού μιας χώρας
3. αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «κατοικία του επισκόπου» η λ. προέρχεται από το επίσκοπος, ενώ με τη σημασία «θεϊκή επίσκεψη» προέρχεται από το ρ. επισκέπτομαι].