επιφόρτιση

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source

Greek Monolingual

η
1. η ανάθεση σε κάποιον μιας φροντίδας ή ενέργειας, η όχληση, η επιβάρυνσή του με ορισμένη υποχρέωση
2. η πρόσθετη φόρτωση πέρα από το κανονικό όριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφορτίζω. Η λ. στον λόγιο τ. επιφόρτισις μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή].