επισωρεύω
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
Greek Monolingual
(AM ἐπισωρεύω)
(για πρόσ.) (ενεργ. και μέσ.) συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω (α. «τα πλήθη βλέπω να επισωρεύωνται», Κάλβος
β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)
νεοελλ.
συσσωρεύω, σωριάζω («αυτός ο πόλεμος επισώρευσε πολλές συμφορές στη χώρα»)
μσν.
σωριάζω πάνω σε κάτι
αρχ.
προσθέτω κάτι στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ τοῡ κυνικοῡ τούτοις ἐπισωρεύειν τινά», Αθήν.).