επίφοβος

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίφοβος, -ον)
1. αυτός που προκαλεί φόβο, τρομερός («τὰ δ’ ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾱ», Αισχύλ.)
2. απειλητικός, επικίνδυνος («σαν κανέναν επίφοβο ληστή τον είχανε στη μέση», Βλαχογ.)
νεοελλ.
(για οικοδόμημα κ.λπ.) ετοιμόρροπος («επίφοβο κτήριο»
αρχ.
δειλός («κατηφεῑς, ἐπίλυποι καὶ ἐπίφοβοι γενόμενοι», Γαλ.).
επίρρ...
επίφοβα (Α ἐπιφόβως)
επικίνδυνα, απειλητικά, φοβερά
αρχ.
με φόβο, φοβισμένα.