οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
Full diacritics: ἐποργιάζω | Medium diacritics: ἐποργιάζω | Low diacritics: εποργιάζω | Capitals: ΕΠΟΡΓΙΑΖΩ |
Transliteration A: eporgiázō | Transliteration B: eporgiazō | Transliteration C: eporgiazo | Beta Code: e)porgia/zw |
A revel in or among, πόλεσσι Anacreont.13.23.
[Seite 1009] darin Orgien feiern, πόλεσσι Anacr. 12, 23.
ἐποργιάζω: τελῶ ὄργια ἔν τινι τόπῳ, ὅπου πόλεσσιν ἔρως ἐποργιάζει Ἀνακρέοντ. 14 (13).
ἐποργιάζω (Α)
τελώ όργια σε κάποιο τόπο.