ἐπόπτω

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

German (Pape)

[Seite 1009] davon fut. ἐπόψομαι, zu ἐφοράω, w. m. s.; auch aor. ἐπόψατο.

Greek Monolingual

ἐποπτῶ, -άω (Α)
1. ψήνω («ἄρτους ἐποπτᾷ», Πλούτ.)
2. ψήνω την επιφάνεια, από πάνω
3. παθ. ἐποπτῶμαι, -άομαι
καίγομαι, πυρπολούμαι
4. (σε λογοπαίγνιο) επιτηρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπώ «ψήνω» (< οπτός «ψητός»)].