ἐπόπτω
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
German (Pape)
[Seite 1009] davon fut. ἐπόψομαι, zu ἐφοράω, w. m. s.; auch aor. ἐπόψατο.
Greek Monolingual
ἐποπτῶ, -άω (Α)
1. ψήνω («ἄρτους ἐποπτᾷ», Πλούτ.)
2. ψήνω την επιφάνεια, από πάνω
3. παθ. ἐποπτῶμαι, -άομαι
καίγομαι, πυρπολούμαι
4. (σε λογοπαίγνιο) επιτηρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπώ «ψήνω» (< οπτός «ψητός»)].