ἐριστέφανος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριστέφᾰνος Medium diacritics: ἐριστέφανος Low diacritics: εριστέφανος Capitals: ΕΡΙΣΤΕΦΑΝΟΣ
Transliteration A: eristéphanos Transliteration B: eristephanos Transliteration C: eristefanos Beta Code: e)riste/fanos

English (LSJ)

ον,

   A eminently crowned, epith. of Rhea, Rev.Ét. Gr.19.268 (Aphrodisias).

Greek Monolingual

ἐριστέφανος, -ον (Α) (ως επίθ. της Ρέας)
αυτός που φέρει στο κεφάλι ψηλό στέμμα, ανυψωμένο στεφάνι επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + στέφανος.