ἐρίσφηλος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίσφηλος Medium diacritics: ἐρίσφηλος Low diacritics: ερίσφηλος Capitals: ΕΡΙΣΦΗΛΟΣ
Transliteration A: erísphēlos Transliteration B: erisphēlos Transliteration C: erisfilos Beta Code: e)ri/sfhlos

English (LSJ)

ον,

   A overthrowing much, of Heracles, Stesich.82.

German (Pape)

[Seite 1031] sehr erschütternd, nach E. M. bei Stesichor. = ἐρισθενής, vom Herakles.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίσφηλος: -ον, = ἐρισθενής, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, «Στησίχορος ἐρίσφηλον ἔφη τὸν Ἡρακλέα, ἴσον τῷ ἐρισθενῆ» Ἐτυμ. Μ. 100. 47.

Greek Monolingual

ἐρίσφηλος, -ον (Α)
(επίθ. του Ηρακλή) ο μεγαλοδύναμος, ο ερισθενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα του Ησυχίου «άσφηλοι ασθενείς
σφηλόν γάρ το ισχυρόν» δεν επιτρέπει αναγωγή της λ. στο ρ. σφάλλω.