ἐρυθροειδής

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθροειδής Medium diacritics: ἐρυθροειδής Low diacritics: ερυθροειδής Capitals: ΕΡΥΘΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: erythroeidḗs Transliteration B: erythroeidēs Transliteration C: erythroeidis Beta Code: e)ruqroeidh/s

English (LSJ)

   A f.l. for ἐλυτρο- (q. v.).

German (Pape)

[Seite 1036] ές, von röthlichem Ansehen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθροειδής: -ές, ἔχων ὄψιν ἐρυθράν˙ πιθαν. ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ἐλυτρο-, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐρυθροειδής, -ές)
αυτός που έχει κόκκινη όψη, ο κοκκινωπός
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με τη νόσο ερυθρά («ερυθροειδές εξάνθημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -ειδής < είδος].