ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
ἐρίγληνος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλους τους βολβούς τών ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτατικό μόριο) + -γληνος (< γλήνη «κόρη του ματιού»)].