εσνάφι

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source

Greek Monolingual

το
1. σινάφι, συντεχνία, σωματείο επαγγελματιών
2. ομάδα ανθρώπων που έχουν τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά (τις ίδιες έξεις, ιδέες, αρχές κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. esnaf «χειροτέχνης». Αντί του εσνάφι χρησιμοποιείται περισσότερο ο τ. σινάφι —γραφόμενος και ως συνάφι— που προήλθε με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος ε- (πρβλ. ερωτώ > ρωτώ) και ανάπτυξη του φωνήεντος / i / ( σνάφι > σινάφι) —πιθ. με παρετυμολογική επίδραση του συναφής ή άλλων συνθέτων του συν-, οπότε θα εδικαιολογείτο και η γραφή συνάφι].