ετερόζυγος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόζυγος, -ον)
1. συζευγμένος ή συνδεδεμένος αταίριαστα με κάποιον άλλο
2. (για ζυγαριά) ετεροβαρής, ετεροκλινής
νεοελλ.
ετεροβαρής, άδικος
μσν.
συζευγμένος με κάποιον άλλο, ταιριασμένος
αρχ.
1. (για αγγεία) αταίριαστος, διαφορετικός
2. γραμμ. σχηματισμένος διαφορετικά ως προς την κλίση, ετερόκλιτος.
επίρρ...
ἑτεροζύγως (Α)
1. κατά διαφορετική κλίση της γραμματικής
2. διαφορετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + ζυγός.