ἑτοιμόπτωτος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμόπτωτος Medium diacritics: ἑτοιμόπτωτος Low diacritics: ετοιμόπτωτος Capitals: ΕΤΟΙΜΟΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: hetoimóptōtos Transliteration B: hetoimoptōtos Transliteration C: etoimoptotos Beta Code: e(toimo/ptwtos

English (LSJ)

ον,

   A inclined to fall, gloss on ἀκροσφαλής, AB367.

German (Pape)

[Seite 1052] zum Fallen geneigt, B. A. 367.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμόπτωτος: -ον, ἕτοιμος νὰ πέσῃ, «ἀκροσφαλής: ἀντὶ τοῦ ἑτοιμόπτωτος» Α. Β. 367, 16.

Greek Monolingual

ἑτοιμόπτωτος, -ον (Α)
ο έτοιμος να πέσει, ο υποκείμενος ή επιρρεπής σε πτώση ή σε ολίσθηση, ο επισφαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πτωτός (< πίπτω)].