ευθένεια

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

εὐθένεια και εὐθενία, ή (ΑΜ) ευθενής
αφθονία, ευημερία, ευτυχίαεὐθένεια κτημάτων καὶ σωμάτων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. προμήθεια, εφοδιασμός
2. καλή φυσική, σωματική κατάσταση, ευρωστία
3. φρ. «εὐθενείας ἔπαρχος» — επιμελητής που φροντίζει για τον επισιτισμό τών πόλεων.