εὐθεράπευτος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθερᾰπευτος Medium diacritics: εὐθεράπευτος Low diacritics: ευθεράπευτος Capitals: ΕΥΘΕΡΑΠΕΥΤΟΣ
Transliteration A: eutherápeutos Transliteration B: eutherapeutos Transliteration C: eftherapeftos Beta Code: eu)qera/peutos

English (LSJ)

ον,

   A easy to cure, Hp. Coac.501 (Comp.), Thphr. HP9.16.6, etc.: Comp., Phld. D.1.24.    2 easy to help or remedy, D.C.38.24.    II easily won by kindness or attention, X. Cyr.2.2.10.

German (Pape)

[Seite 1068] leicht zu bedienen, zu behandeln, von Pflanzen, Theophr.; leicht zu heilen, id.; dem leicht abzuhelfen ist, Sp., wie D. Cass. 38, 24. – Bei Xen. Cyr. 2, 2, 10, wo folgt ὥστε εἶναι αὐτῶν καὶ μικρῷ ὄψῳ παμπόλλους φίλους ἀνακτήσασθαι, = durch diese leicht zu gewinnen.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθεράπευτος: -ον, εὐκόλως θεραπευόμενος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 6, κτλ.· εὐκόλως βοηθούμενος, Δίων. Κ. 38. 24. ΙΙ. ὃν εὐκόλως κτᾶταί τις δι’ εὐμενοῦς τρόπου καὶ περιποιήσεων, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on gagne aisément par de bons soins.
Étymologie: εὖ, θεραπεύω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐθεράπευτος, -ον)
αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος
αρχ.
1. αυτός που βοηθιέται εύκολα
2. αυτός που διορθώνεται εύκολα
3. αυτός τον οποίο ικανοποιεί κάποιος εύκολα με καλοσύνη και περιποιήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεραπεύω.