εὐθυγενής

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠγενής Medium diacritics: εὐθυγενής Low diacritics: ευθυγενής Capitals: ΕΥΘΥΓΕΝΗΣ
Transliteration A: euthygenḗs Transliteration B: euthygenēs Transliteration C: efthygenis Beta Code: eu)qugenh/s

English (LSJ)

prob. f.l. for -τενής in Suid., Phot.

Greek Monolingual

εὐθυγενής, -ές (ΑΜ)
1. ο πρωτότοκος
2. ο νεογέννητος
3. (για βλαστούς) αυτός που αναπτύσσεται κανονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -γενής < γένος (πρβλ. α-γενής, ευ-γεννής)].