εύκερως
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek Monolingual
-ων (Α εὔκερως, -ων και ασυναίρ. εὐκέραος, -ον, μτγν. τ. εὐκεράως, -ων, ποιητ. τ. ἠΰκερος)
νεοελλ.
ζωολ. το θηλ. ως ουσ. η εύκερως
γένος υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
αυτός που έχει ωραία κέρατα.
επίρρ...
εὐκεράως (Α)
με ωραία κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κερως, (< κέρας), πρβλ. ά-κερως, μονό-κερως].