εὐκόσμητος
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ον,
A welladorned, h. Merc.384.
German (Pape)
[Seite 1075] wohl geordnet, geschmückt, H. h. Merc. 384.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκόσμητος: -ον, (κοσμέω) εὖ κεκοσμημένος, Ὁμ. Ὕμν εἰς Ἑρμ. 384.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien orné, bien disposé.
Étymologie: εὐκοσμέω.
Greek Monolingual
εὐκόσμητος, -ον (Α)
ο στολισμένος καλά, ο καλλωπισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοσμητός (< κοσμώ «στολίζω»)].