εύλυτος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔλυτος, -ον)
1. αυτός που λύνεται εύκολα («εὔλυτοι ὑποδέσεις», Διόδ. Σικ.)
2. μτφ. αυτός του οποίου η λύση βρίσκεται εύκολα («εύλυτο αίνιγμα»)
αρχ.
1. εύκολος στη μετακίνηση, στη χρήση, εύστροφος («θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐλύτους», Διόδ.)
2. χαλαρός («αἱ τῆς κοιλίας διαχωρήσεις μὴ εὔλυτοι», Ιπποκρ.)
3. (για τις αρθρώσεις) ο συναρμοσμένος χαλαρά
4. ασύνδετος, ασυναρμολόγητος
5. αυτός που διαλύεται ή που θρυμματίζεται εύκολα
6. (για το στόμιο της μήτρας) μαλακός, εύκαμπτος, υποχωρητικός
7. αυτός που εξατμίζεται, που αποσυντίθεται εύκολα («εὔλυτα στέργηθρα», Ευρ.)
8. (για υγεία) επισφαλής
9. ιατρ. (για έμβρυο) αυτός που εξέρχεται εύκολα
10. επιρρεπήςστόμα εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν», Θεόφρ.)
11. απαλλαγμένος από στενοχώριες και φροντίδες
12. ελεύθερος, ανεμπόδιστος.
επίρρ...
εὐλύτως (ΑΜ)
εύκολα, με εύκολη λύση
αρχ.
χαλαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λυτός (< λύω)].