Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευρύστομος

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐρύστομος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ στόμα, πλατύτερο από το συνηθισμένο
νεοελλ.
1. (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ στόμιο
2. το αρσ. ως ουσ. ο ευρύστομος
γένος κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας coraciidae
μσν.-αρχ.
αυτός που μιλάει ασυλλόγιστα και ανεξέλεγκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος, ελευθερό-στομος].