εύτροφος

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

εὔτροφος, -ον (ΑΜ)
αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός, ο υγιεινός
μσν.
(για ποταμό) αυτός που χαρίζει ευφορία, ο γονιμοποιός
αρχ.
1. (για παιδιά) καλοθρεμμένος
2. (για νόσους) αυτός που επιτείνεται, που επεκτείνεται
3. (για δέντρα) ακμαίος, θαλερός, εύρωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τροφος (< τρέφω)].