εφαρμοστός
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἐφάρμοστος, -ον)
αυτός που εφαρμόζει ακριβώς, που παρουσιάζει τέλεια εφαρμογή, ο ταιριαστός («εφαρμοστό φόρεμα»).
επίρρ...
εφαρμοστά
ταιριαστά, με τέλεια εφαρμογή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφαρμόζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].