εφόλκιο

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὗτοςυἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἐφόλκιον) εφολκός
ναυτ. μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από ένα μεγάλο πλοίο, εμπορικό ή πολεμικό, κν. φελούκα, σκαμπαβία
μσν.-αρχ.
συνεκδ. παράρτημα, προσάρτημα, συμπλήρωμα, προσθήκη
αρχ.
1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφόλκια
έπιπλα καὶ αγώγιμα»
2. (σύμφωνα με το το Λεξ. Ρητορ.) «ἐφόλκια
τὰ ἐκ περιττοῡ ἐπιφερόμενα σκεύη τοῑς ἀποδημοῡσιν»
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐφόλκιον
πηδάλιον ἀπὸ τοῡ ἐφέλκεσθαι».