εχθαίρω
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
Greek Monolingual
(Α ἐχθαίρω)
εχθρεύομαι, μισώ (α. «εχθαίρουσιν οι αθάνατοι», Κάλβ.
β. «ἵν' ἐχθήρειε γέροντα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. παθ. εχθαίρομαι
είμαι μισητός, μισούμαι
(α. «ὅστις ἐμφανῶς θεοῑς ἐχθαίρομαι», Σοφ.
«ἐχθαρῆ μὲν ἐξ ἐμοῡ», Σοφ.)
2. (για πράγματα, καταστάσεις κ.λπ.) αποστρέφομαι («οὕς γε καὶ τὸν ἥλιον φασιν ἐχθαίρειν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εχθαίρω προϋποθέτει πιθ. έναν πρώιμο αρχ. τ. ουδ. έχθαρ «μίσος» < έχθος].