εφήκω

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

ἐφήκω (Α)
1. έρχομαι, φθάνω σε κατάλληλη στιγμή («καιρὸν δ' ἐφήκεις» — έχεις φθάσει στον κατάλληλο καιρό, Σοφ.)
2. (για χρόνο) φθάνω, έχω καταφθάσει («ἐπειδὴἡμέρα ἐφῆκε», Θουκ.)
3. καταλαμβάνω έκταση, κατέχω χώρο («ὅσον ἄν ἡ μόρα ἐφήκῃ» — όσο τόπο κατέχει η μόρα, Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἥκω «φθάνω»].