εφήκω
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek Monolingual
ἐφήκω (Α)
1. έρχομαι, φθάνω σε κατάλληλη στιγμή («καιρὸν δ' ἐφήκεις» — έχεις φθάσει στον κατάλληλο καιρό, Σοφ.)
2. (για χρόνο) φθάνω, έχω καταφθάσει («ἐπειδὴ ἡ ἡμέρα ἐφῆκε», Θουκ.)
3. καταλαμβάνω έκταση, κατέχω χώρο («ὅσον ἄν ἡ μόρα ἐφήκῃ» — όσο τόπο κατέχει η μόρα, Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἥκω «φθάνω»].