ἐφήκω

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφήκω Medium diacritics: ἐφήκω Low diacritics: εφήκω Capitals: ΕΦΗΚΩ
Transliteration A: ephḗkō Transliteration B: ephēkō Transliteration C: efiko Beta Code: e)fh/kw

English (LSJ)

fut. -ξω S.El.304:—
A to have arrived, Id.Aj.34, Ant.1257 (anap.), etc.; ἐπειδὴ ἡ ἡμέρα ἐφῆκε Th.8.67.
2 ὅσον ἂν ἡ μόρα ἐφήκῃ so far as it reaches, so much space as it occupies, X.Lac.12.5.

German (Pape)

[Seite 1117] dazu kommen, ankommen, καιρὸν ἐφήκεις, du kommst zu rechter Zeit, Soph. Ai. 34, öfter; ἐφῆκεν ἡμέρα Thuc. 8, 67; ἐφήξειν ἔμελλεν ἑσπέρα πυκτεύουσιν αὐτοῖς nach Böckh, mss. ἐφέξειν, Paus. 8, 40, 3; – ὅσαν ἂν ἡ μόρα ἐφήκῃ, so weit sie reicht, Xen. Lac. 12, 6.

French (Bailly abrégé)

1 survenir;
2 se rapporter à, convenir.
Étymologie: ἐπί, ἥκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐφήκω:
1 приходить, подходить, приближаться (ὁ δ᾽ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει Soph.);
2 (о времени), наступать (ἐπειδὴἡμέρα ἐφῆκεν Thuc.);
3 простираться, тянуться: ὅσον ἂν ἡ μόρα ἐφήκῃ Xen. в пределах занимаемого морой участка.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφήκω: μέλλ. ἐφήξω, Σοφ. Ἠλ. 304· - ἔχω φθάσει, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 34, Ἀντ. 1257, κτλ.· ἐφῆκεν ἡμέρα Θουκ. 8. 61. 2) ὅσον ἂν ἡ μόρα ἐφήκῃ, ὅσον τόπον καταλαμβάνει ἢ κατέχει, Ξεν. Λακ. 12. 5.

Greek Monolingual

ἐφήκω (Α)
1. έρχομαι, φθάνω σε κατάλληλη στιγμή («καιρὸν δ' ἐφήκεις» — έχεις φθάσει στον κατάλληλο καιρό, Σοφ.)
2. (για χρόνο) φθάνω, έχω καταφθάσει («ἐπειδὴἡμέρα ἐφῆκε», Θουκ.)
3. καταλαμβάνω έκταση, κατέχω χώρο («ὅσον ἄν ἡ μόρα ἐφήκῃ» — όσο τόπο κατέχει η μόρα, Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἥκω «φθάνω»].

Greek Monotonic

ἐφήκω: μέλ. -ξω,
1. έχω φτάσει, σε Σοφ., Θουκ.
2. ὅσον ἂν ἡ μόρα ἐφήκῃ, μέχρι το σημείο που κατέχει, σε τόσο χώρο όσο καταλαμβάνει, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ξω
1. to have arrived, Soph., Thuc.
2. ὅσον ἂν ἡ μόρα ἐφήκῃ so far as the division reaches, so much space as it occupies, Xen.

Lexicon Thucydideum

advenire, to arrive, 8.67.2.