καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
-α, -ικο και ζημιάρικος, -η, -ο ζημιά
αυτός που συχνά από αδεξιότητα ή από απροσεξία του κάνει ζημιές.