ζευκτός
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ή, όν, (ζεύγνυμι)
A yoked, harnessed, Plu.2.278b, etc.; joined in pairs, κάλαμοι Pl.Epigr.24.4; στίχος ἡρῴῳ ζ. ποδί, of the pentameter, AP7.9 (Damag.). 2 joined, πορθμὸς γεφύρᾳ ζευκτός Str. 10.2.8. II ζευκτόν, τό,= ζεῦγος 1.2, Sor.1.49, prob. in Aët.9.30.
Greek (Liddell-Scott)
ζευκτός: ή, όν ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ζεύγνυμι, ἐζευγμένος, Πλούτ. 2. 278Β, κτλ.· συνδεδεμένος κατὰ ζεύγη, κάλαμοι Πλάτ. Ἐπιγρ. 21. 4 Bgk.· στίχος ἡρῴῳ ζ. ποδί, ἐπὶ τοῦ πενταμέτρου, Ἀνδ. Π. 7. 9. 2) συνδεδεμένος, συνεζευγμένος, γεφύρᾳ, ζευκτὸς Στράβ. 452. ΙΙ. ζευκτόν, τό, σῶμα στρατιωτῶν πορευομένων ἀνὰ δύο Ἀνών. Παρὰ Δουκαγγ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
attelé.
Étymologie: adj. verb. de ζεύγνυμι.
Greek Monolingual
και ζευτός, -ή, -ό (Α ζευκτός, -ή, -όν)
αυτός που μπορεί να ζευχθεί ή αυτός που έχει ζευχθεί («ζευκτοὶ βόες», Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ζευκτό(ν) και ζευτό
(στις οικοδομές) ο τριγωνικός σκελετός της στέγης που αποτελείται από συναρμογή ξύλων ή από μέταλλο
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo ζευκτόν
ο ζυγός
αρχ.
1. συνδεδεμένος κατά ζεύγη (α. «ζευκτοὶ κάλαμοι», Πλάτ.
β. για το πεντάμετρο: «στίχος ζευκτῷ ποδί», Ανθ. Παλ.)
2. ο συνδεδεμένος («πορθμὸς γεφύρᾳ ζευκτός», Στράβ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τo ζευκτόν
η συρόμενη άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζευκ-τός < ζευγ-τός < ζεύγνυμι
πρβλ. αρχ. ινδ. yukta-].