ζωτικότητα

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. ικανότητα για ζωή, ενεργητικότητα, ζωντάνια, δραστηριότητα («η ζωτικότητα της φυλής»)
2. μεγάλη ζωηρότητα, ακμή («η ζωτικότητα του ανθρώπινου οργανισμού»)
3. μτφ. σοβαρότητα, σπουδαιότηταζωτικότητα συμφερόντων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. vitalite). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Πατάκη].