ζῳογλύφος
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,
A sculptor, AP12.56 (Mel.), 57 (Id.); cf. ζωγλύφος.
German (Pape)
[Seite 1143] ὁ, Bildschnitzer, Bildhauer, Mel. 11. 12 (XII, 56. 57).
Greek (Liddell-Scott)
ζῳογλύφος: ὁ, γλύπτης ζῴων, Ἀνθ. Π. 12. 56, 57.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sculpteur, statuaire.
Étymologie: ζωός, γλύφω.
Greek Monolingual
ο (Α ζωογλύφος)
γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονο-γλύφος, τοκο-γλύφος].