ηγεσία

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source

Greek Monolingual

η (Α ἡγεσία) ηγέτης
καθοδήγηση, αρχηγία, ανώτατη αρχή («υπό την ηγεσία του τάδε»)
νεοελλ.
συνεκδ. ο αρχηγός και τα άτομα που κατέχουν τις πρώτες θέσεις στην κλίμακα της ιεραρχικής πυραμίδας ενός πολιτικού ή στρατιωτικού σώματος ή άλλου οργανισμού («η ηγεσία του κόμματος»).