γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
ἡλῶ, -όω (AM) ήλοςκαρφώνω κάτι, τοποθετώ κάτι στερεά με καρφιά («χεῑράς τε καὶ πόδας ἡλούμενον»)αρχ.1. οξύνω, ακονίζω2. παθ. ἡλοῡμαιαποκτώ κάλους.