ηλεκτροφόρηση

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η
1. χημ. φαινόμενο κατά το οποίο πραγματοποιείται, υπό την επίδραση ενός ηλεκτρικού πεδίου, μεταφορά τών φορτισμένων ηλεκτρικά τεμαχιδίων ενός κολλοειδούς συστήματος ή γαλακτώματος
2. ιατρ. φαινόμενο κατά το οποίο, υπό την επίδραση ενός ηλεκτρικού πεδίου, πραγματοποιείται διαχωρισμός και ποσοτικός προσδιορισμός τών διαφόρων κλασμάτων τών πρωτεϊνών του ορού του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrophoresis < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-) + -phoresis (πρβλ. φόρηση)].