ἡλοπαγής

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλοπᾰγής Medium diacritics: ἡλοπαγής Low diacritics: ηλοπαγής Capitals: ΗΛΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: hēlopagḗs Transliteration B: hēlopagēs Transliteration C: ilopagis Beta Code: h(lopagh/s

English (LSJ)

ές, (πήγνυμι)

   A fixed with nails, Man.1.149.

German (Pape)

[Seite 1163] ές, mit Nägeln befestigt, Man. 1, 149.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλοπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ἠσφαλισμένος, ἐστερεωμένος διὰ καρφίων, καρφωμένος, Μανέθων 1. 149.

Greek Monolingual

-ές (Α ἡλοπαγής, -ές)
ο στερεωμένος με καρφιά, ο καρφωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -παγής (< επάγην, αόρ. του πήγνυμαι), πρβλ. ξυλο-παγής, προσωπο-παγής].