θαλαμιός

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλᾰμιός Medium diacritics: θαλαμιός Low diacritics: θαλαμιός Capitals: ΘΑΛΑΜΙΟΣ
Transliteration A: thalamiós Transliteration B: thalamios Transliteration C: thalamios Beta Code: qalamio/s

English (LSJ)

ά, όν (oxyt., Arc.40.13),

   A of or belonging to the θάλαμος: an Subst.,    I θαλαμιός, ὁ,= θαλαμίτης, Th.4.32 (gen. pl., perh. fr. θαλαμίας), S.Fr.1052 (dub.).    II θαλαμιά, Ion. -ιή (sc. κώπη), ἡ, the oar of the θαλαμίτης, Ar.Ach.553 (pl.): pl., IG22.1604.55.    2 (sc. ὀπή) the hole in the ship's side, through which this oar worked, διὰ θαλαμιῆς διελεῖν τινα to place a man so that his upper half projected through this hole, Hdt.5.33: metaph., Ar.Pax1232.

Greek Monolingual

θαλαμιός, -ά, -όν, ιων. θηλ. θαλαμιή (Α) θάλαμος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο, ο θαλαμικός
2. το αρσ. ως ουσ. ό θαλαμιός
ο θαλαμίτης
3. το θηλ. ως ουσ. ή θαλάμια
α) (ενν. κώπη) το κουπί του θαλαμίτη
β) (ενν. οπή) η οπή από την οποία εξέρχεται το κουπί του θαλαμίτη.