θαλαμιός
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
ά, όν (oxyt., Arc.40.13),
A of or belonging to the θάλαμος: an Subst., I θαλαμιός, ὁ,= θαλαμίτης, Th.4.32 (gen. pl., perh. fr. θαλαμίας), S.Fr.1052 (dub.). II θαλαμιά, Ion. -ιή (sc. κώπη), ἡ, the oar of the θαλαμίτης, Ar.Ach.553 (pl.): pl., IG22.1604.55. 2 (sc. ὀπή) the hole in the ship's side, through which this oar worked, διὰ θαλαμιῆς διελεῖν τινα to place a man so that his upper half projected through this hole, Hdt.5.33: metaph., Ar.Pax1232.
Greek Monolingual
θαλαμιός, -ά, -όν, ιων. θηλ. θαλαμιή (Α) θάλαμος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο, ο θαλαμικός
2. το αρσ. ως ουσ. ό θαλαμιός
ο θαλαμίτης
3. το θηλ. ως ουσ. ή θαλάμια
α) (ενν. κώπη) το κουπί του θαλαμίτη
β) (ενν. οπή) η οπή από την οποία εξέρχεται το κουπί του θαλαμίτη.