Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θεοδόχος

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452

German (Pape)

[Seite 1195] = θεοδέγμων, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεοδόχος: -ον, δεχομένη ἢ δεξαμένη τὸν θεόν, ἐπὶ τῆς Παρθένου, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

θεοδόχος και θειοδόχος, -ον (AM)
αυτός που δέχεται ή δέχθηκε τον θεό («ἔχουσα ή Παρθένος θεοδόχον τήν μήτραν», Ακ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -δοχος (< δέχομαι), πρβλ. ζωο-δόχος, ξενο-δόχος].