θεσσαλικός
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ θεσσαλικός, -ή, -όν, Α και αττ. τ. θετταλικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από τη Θεσσαλία («θεσσαλική πεδιάδα»)
αρχ.
φρ.
1. «θεσσαλικὸν ἔδος» — είδος καθίσματος ή ανακλίντρου
2. «θεσσαλικὴ ἔνθεσις» ή «θεσσαλικὰ δεῑπνα» — δείπνα με παροιμιώδη αφθονία για λαίμαργους.
επίρρ...
θεσσαλικώς και -ά (Α θεσσαλικῶς και θετταλικῶς)
κατά τρόπο θεσσαλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Θεσσαλία ή Θεσσαλός.