θυελλοτόκος

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠελλοτόκος Medium diacritics: θυελλοτόκος Low diacritics: θυελλοτόκος Capitals: ΘΥΕΛΛΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: thyellotókos Transliteration B: thyellotokos Transliteration C: thyellotokos Beta Code: quelloto/kos

English (LSJ)

ον,

   A producing storms, ib.28.277.

German (Pape)

[Seite 1221] Sturmwind erzeugend, θάλασσα Nonn. D. 28, 277.

Greek (Liddell-Scott)

θυελλοτόκος: -ον, παράγων θυέλλας, Νόνν. Δ. 28. 277.

Greek Monolingual

θυελλοτόκος, -ον, (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που παράγει θύελλες, αυτός που προκαλεί θύελλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. διδυμο-τόκος, κυμο-τόκος.