θρεκτός
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Full diacritics: θρεκτός | Medium diacritics: θρεκτός | Low diacritics: θρεκτός | Capitals: ΘΡΕΚΤΟΣ |
Transliteration A: threktós | Transliteration B: threktos | Transliteration C: threktos | Beta Code: qrekto/s |
ή, όν,= τροχαῖος, θρεκτοῖσι νόμοις,
A f.l. for κρεκτ-, S.Fr.463:—also θρεκτός· δρόμος, Phot.
θρεκτός, -ή, -όν (Α) τρέχω
ταχύς.