ἱερόλας
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
ὁ,= ἱερεύς, S.Fr.57 (dub.; for the termination cf. μαινόλης).
German (Pape)
[Seite 1241] ὁ, Priester, Soph. bei Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερόλας: ὁ, = ἱερεύς, Σοφ. (Ἀποσπ. 55) παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Schmidt.
Greek Monolingual
ἱερόλας, ὁ (Α)
ο ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Το επίθημα της λ. προήλθε από μετοχή και απαντά στην Αρμενική με τη μορφή -of, -ofaw (πρβλ. μαινόλης, δωρ. μαινόλᾱς < μαίνομαι)].