ἱερόλας

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόλας Medium diacritics: ἱερόλας Low diacritics: ιερόλας Capitals: ΙΕΡΟΛΑΣ
Transliteration A: hierólas Transliteration B: hierolas Transliteration C: ierolas Beta Code: i(ero/las

English (LSJ)

ὁ,= ἱερεύς, S.Fr.57 (dub.; for the termination cf. μαινόλης).

German (Pape)

[Seite 1241] ὁ, Priester, Soph. bei Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόλας: ὁ, = ἱερεύς, Σοφ. (Ἀποσπ. 55) παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Schmidt.

Greek Monolingual

ἱερόλας, ὁ (Α)
ο ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Το επίθημα της λ. προήλθε από μετοχή και απαντά στην Αρμενική με τη μορφή -of, -ofaw (πρβλ. μαινόλης, δωρ. μαινόλᾱς < μαίνομαι)].